μαστιχένιος

μαστιχένιος
-α, -ο
αυτός που έχει παρασκευαστεί από μαστίχα ή με μαστίχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίχα + κατάλ. -ένιος (πρβλ. ζαχαρ-ένιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαστιχένιος — ια, ιο αυτός που παρασκευάζεται με μαστίχι: Μαστιχένιο γλυκό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαστίχινος — η, ο (Α μαστίχινος, η, ον) ο μαστιχένιος, ο παρασκευασμένος με μαστίχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίχη + κατάλ. ινος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”